εκλαϊκευτής

εκλαϊκευτής
ο
που κάνει κάτι προσιτό στο λαό, που εκλαϊκεύει (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκλαϊκευτής — ο αυτός που εκλαϊκεύει ή απλουστεύει κάτι …   Dictionary of Greek

  • Ζιντ, Σαρλ — (Charles Gide, Iζέ, Γκαρ 1847 – Παρίσι 1932). Γάλλος οικονομολόγος. Καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Μπορντό, του Μονπελιέ και του Παρισιού, έγραψε πολλά έργα οικονομικής θεωρίας και ιστορίας των οικονομικών θεωριών. Περισσότερο εκλαϊκευτής παρά… …   Dictionary of Greek

  • Λεμερσιέ ντε Λα Ριβιέρ, Πιερ-Πολ — (Pierre PaulLemercier de La Rivière, Σομίρ 1719; – Παρίσι 1792;). Γάλλος οικονομολόγος. Ήταν εκπρόσωπος της φυσιοκρατικής σχολής, οπαδός του Φρανσουά Κενέ και ο κύριος εκλαϊκευτής των ιδεών του. Διετέλεσε γενικός επίτροπος στη Μαρτινίκα και… …   Dictionary of Greek

  • Μπλαγκόγεφ, Ντιμιντάρ — (Ζαγκορίτσανε 1856 – Σόφια 1924). Βούλγαρος πολιτικός και συγγραφέας. Πήρε μέρος, φοιτητής ακόμα, στις βουλγαρικές σοσιαλιστικές κινήσεις και κατόπιν (το 1876) πήγε στη Ρωσία και ήλθε σε επαφή με τα επαναστατικά κινήματα της πανεπιστημιακής… …   Dictionary of Greek

  • Νταλίν, Όλαφ φον- — (Olof von Dalin, Βίνμπεργκ 1708 – Ντρότνινγκχολμ 1763). Σουηδός συγγραφέας. Αφού συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Λουντ, όπου διατέλεσε μαθητής του καρτεσιανού επίσκοπου Ριντέλιους, εγκαταστάθηκε στη Στοκχόλμη. Ερμηνευτής και εκλαϊκευτής του… …   Dictionary of Greek

  • Φέρμι, Ενρίκο — (Fermi, Ρώμη 1901 – Σικάγο 1954). Ιταλός φυσικός. Ανακάλυψε τη ραδιενέργεια, που παράγεται από τον βομβαρδισμό πυρήνων με νετρόνια, και επινόησε και κατασκεύασε την ομώνυμη στήλη του πρώτου πυρηνικού αντιδραστήρα του κόσμου. Αφού τελείωσε τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”